- μελαγχρωματικός ή μελαγχρωστικός
- Αυτός που έχει μαύρο χρώμα· ο όρος απαντάται κυρίως στην ιατρική, για την περιγραφή συμπτωμάτων ή παθήσεων. μελαγχρωματικός σπίλος. Σαφώς περιγραμμένη βλάβη του δέρματος, με χροιά από καφέ έως μαύρη, καθώς και από μορφή που ποικίλλει από ομαλή έως υπεγερμένη και από μη ψηλαφητή έως οζώδη. Υπάρχει ήδη εκ γενετής ή εμφανίζεται νωρίς κατά την παιδική ηλικία. Είναι συνήθως καλοήθης αλλά μπορεί να εξελιχθεί σε καρκίνο, γι αυτό κάθε αιμορραγία ή αλλαγή στη μορφολογία δερματικού σπίλου (κοινή ονομασία «ελιά») πρέπει να οδηγεί σε χειρουργική εξαίρεση και ιστολογική εξέταση για τον αποκλεισμό κακοήθειας. μελαγχρωστική αμφιβληστροειδίτιδα. Γενετική διαταραχή, που κληρονομείται κατά τον αυτοσωματικό επικρατούντα χαρακτήρα, κατά την οποία νευρικά κύτταρα του αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού εκφυλίζονται, προκαλώντας σταδιακή απώλεια του περιφερικού οπτικού πεδίου.Προσβάλλει παιδιά και νεαρούς ενήλικες. μελαγχρωστική ξηροδερμία. Κληρονομική δερματική νόσος, κατά την οποία λόγω εξαιρετικής ευαισθησίας στο ηλιακό φως προκαλούνται δερματικές βλάβες όπως επιφανειακές εξελκώσεις, στιλπνές λευκές κηλίδες, πρόωρη γήρανση του δέρματος έως και καρκίνος.
Dictionary of Greek. 2013.